- ἀπλυσίας
- ἀπλυσίᾱς , ἀπλυσίαfilthinessfem acc plἀπλυσίᾱς , ἀπλυσίαfilthinessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απλυσίας — ἀπλυσίας, ο κ. ἀπλυσίαι, αι (Α) είδος σφουγγαριού που δεν μπορεί να καθαριστεί … Dictionary of Greek